χηλώ

χηλώ
-όω, Α [χηλή]
1. χαράζω, διχάζω βέλος ή άλλο αντικείμενο
2. πλέκω, ράβω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χηλῶ — χηλός large chest fem gen sg (doric aeolic) χηλόω notch arrows pres subj act 1st sg χηλόω notch arrows pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηλῷ — χηλός large chest fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεσχελώ — ἐρεσχελῶ, έω (AM) (Α και ἐρεσχηλῶ) 1. αστειεύομαι 2. μιλάω επιπόλαια, ανόητα 3. φλυαρώ 4. αστειεύομαι με χυδαίες εκφράσεις μσν. διαπληκτίζομαι, ανταγωνίζομαι αρχ. 1. πειράζω κάποιον αστειευόμενος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον 2. βρίσκω κάποια… …   Dictionary of Greek

  • χήλωμα — τὸ, Α [χηλῶ] σχισμή, εγκοπή …   Dictionary of Greek

  • χηλωτός — ή, όν, Α πιθ. 1. πλεκτός 2. ραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χηλῶ. Η ύπαρξη τού τ. παραμένει αμφίβολη] …   Dictionary of Greek

  • χηλώτιον — τὸ, Α σαΐτα για πλέξιμο διχτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλῶ, μέσω ενός ρηματ. επιθ. *χηλωτός, η ύπαρξη τής οποίας παραμένει αμφίβολη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”